λυρικῆς

λυρικῆς
λυρικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή …   Dictionary of Greek

  • ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκολιός, Γεώργιος — (1916 – 1964). Καλλιτέχνης του μελοδράματος. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1948. Διακρίθηκε αρχικά ως τενόρος στη χορωδία της αθηναϊκής εκκλησίας και σε σχετικά σύντομο διάστημα αποτέλεσε ένα από τα βασικά μέλη της Λυρικής… …   Dictionary of Greek

  • Κουρουπός, Γιώργος — (Αθήνα 1942 –). Συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών (1953 65) και στο Παρίσι (1968 72) και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα 1959 68 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, και λίγο πριν από το ταξίδι του στο… …   Dictionary of Greek

  • Πολύμνια — Μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδα της λυρικής ποίησης και της ορχηστικής και δημιουργός της λύρας. Ήταν μητέρα του Ορφέα από τον Οίαγρο. Η Μούσα Πολόμνια. Άγαλμα του 2ου π.Χ. αι. (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”